- μειλιχόγηρυς
- μειλιχόγηρυς, -υ (Α)αυτός που μιλάει ήρεμα, γλυκά, ευχάριστα ή καθησυχαστικά, γλυκομίλητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. βροτό-γηρυς, ποικιλό-γηρυς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μειλιχόγηρυν — μειλιχόγηρυς soft voiced fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek